- τενίστας
- ο, θηλ. τενίστρια, Νπαίκτης τού τένις.[ΕΤΥΜΟΛ. < τένις + -ίστας (πρβλ. κιθαρ-ίστας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λακόστ, Ρενέ — (René Lacoste, Παρίσι 1904 – 1996). Γάλλος τενίστας και επιχειρηματίας. Από τα πρώτα κιόλας βήματα της αθλητικής του καριέρας πέτυχε σημαντικές νίκες, ενισχύοντας τη θέση της χώρας του στα τουρνουά τένις που διεξάγονταν στη δεκαετία του 1920. Οι… … Dictionary of Greek
-ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… … Dictionary of Greek
τένις — Αθλοπαιδία, στην οποία οι αθλητές χτυπούν, με τη βοήθεια ρακέτας, μια μπάλα. Παίζεται σε ειδικό γήπεδο, το λεγόμενο κορτ. Πρόδρομος του τ. ήταν μια αθλοπαιδία, με μπάλα επίσης, που την έριχναν επάνω από ένα δίχτυ με την παλάμη. Η αθλοπαιδία αυτή… … Dictionary of Greek
Μποργκ, Μπγιορν — (Σοντερτάλιε, Σουηδία 1956 –). Σουηδός τενίστας. Κυριάρχησε όσο λίγοι στο άθλημά του, στη δεκαετία του 1970, υπήρξε πρότυπο επαγγελματία αθλητή με εξαιρετική προσωπικότητα, ενώ αποσύρθηκε από τα γήπεδα σε ηλικία μόλις 27 ετών, στο τέλος του 1983 … Dictionary of Greek